- υλομορφισμός
- ο, Ν(φιλοσ.) μεταφυσική αντίληψη που έχει τις απαρχές της στον Αριστοτέλη και κατά την οποία κάθε φυσικό σώμα διέπεται από δύο εγγενείς αρχές ή καταστάσεις, την δυνάμει κατάσταση, που αντιστοιχεί με την άμορφη ύλη, και την ενεργείᾳ κατάσταση, που είναι το είδος, το οποίο μορφοποιεί την ύλη και πραγματοποιείται έτσι η γένεση τού όντος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hylomorphism (< ύλη + μορφή + -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.